υπέρβαση

υπέρβαση
η, / ὑπέρβασις, -άσεως, ΝΜΑ [υπερβαίνω]
1. πέρασμα, διάβαση πάνω από κάτι (α. «υπέρβαση όρους» β. «τέτταρας δὲ ὑπερβάσεις ὀνομάζει μόνον», Στράβ.)
2. μτφ. α) πράξη πέρα, έξω από τα κανονικά ή επιτρεπόμενα όρια (α. «υπέρβαση δαπανών»)
β) ξεπέρασμα, προσπέρασμα, τοποθέτηση πάνω και πέρα από ορισμένες καταστάσεις (α. «υπέρβαση τών αντιθέσεων» β. «υπέρβαση τών παλαιών πολιτικών σχημάτων και θεσμών» γ. «εἰδωλοποιῶν... τι τῶν μὴ ὄντων εἰς ὑπέρβασιν, μᾱλλον δὲ ἔκβασιν γνώσεως», Κλήμ. Αλ.)
νεοελλ.
1. (νομ.) παράβαση τών ορίων επιτρεπτής ή επιβαλλόμενης από τον νόμο δράσης
2. φρ. α) «υπέρβαση αμύνης»
(νομ.) υπερακοντιση τών αναγκαίων και ικανών μέσων που χρησιμοποιεί κανείς για υπεράσπιση τού εαυτού του ή άλλου από άδικη και παρούσα επίθεση
β) «υπέρβαση δικαιοδοσίας» ή «υπέρβαση αρμοδιότητας» ή «υπέρβαση εξουσίας» ή «υπέρβαση καθηκόντων»
(νομ.) υπέρβαση δικαιοδοτικής εξουσίας τού δικαστηρίου, λ.χ. κρίση διοικητικής υπόθεσης από πολιτικό δικαστήριο
γ) «υπέρβαση πειθαρχικής εξουσίας»
(νομ.-στρ.) επιβολή ποινών που δεν προβλέπονται από τους νόμους και τους στρατιωτικούς κανονισμούς
δ) «καθ' ὑπέρβασιν»
(λόγ. τ.) με υπερβολή, με πέρα από τα επιτρεπτά ή τα καθορισμένα όρια ενέργεια
μσν.
(σχετικά με παρένθεση) παράλειψη
μσν.-αρχ.
(ως απόδοση τής λ. πάσχα) προσπέρασμα («ὑπέρβασις μὲν γὰρ ἐστι... τὸ πάσχα, ὅτι ὑπερέβη τοὺς Ἑβραίων οἴκους ὁ τὰ πρωτότοκα παίδων ὀλοθρευτής», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. πέρασμα μέσα από έρημο
3. μετακίνηση εξαρθρωμένου οστού πάνω από άλλο
4. υπερπήδηση
5. προστασία, υπεράσπιση
6. μετάθεση, μετατόπιση
7. (για πλοίο) ὑπερβίβασις*, πέρασμα πάνω από ισθμό
8. φρ. «καθ' ὑπέρβασιν» — τοποθέτηση επιδέσμων σε σχήμα πτερυγίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπέρβαση — η 1. διάβαση πάνω από κάτι: Υπέρβαση λόφου. 2. μτφ., το ξεπέρασμα των καθορισμένων ή ανεκτών ορίων, η παράβαση: Υπέρβαση δικαιωμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερβάσῃ — ὑπερβάσηι , ὑπέρβασις a passing over fem dat sg (epic) ὑπερβά̱σῃ , ὑπερβαίνω step over aor part act fem dat sg (attic epic ionic) ὑπερβά̱σῃ , ὑπερβαίνω step over aor subj act 3rd sg (doric) ὑπερβά̱σῃ , ὑπερβαίνω step over fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Писсис, Стелиос — Стелиос Писсис Дата рождения 1976 год(1976) Место рождения Лимасол Лейблы MusicHeaven …   Википедия

  • υπερβατήριος — ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπέρβαση, σε διάβαση 2. (σχετικά με θυσία) αυτός που γίνεται για την υπέρβαση, για τη διάβαση («τὰ ὑπερβατήρια θύειν», Πολύαιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβαίνω (πρβλ. ὑπέρβασις) + κατάλ. τήριος (πρβλ. ἐμ βα… …   Dictionary of Greek

  • Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι …   Dictionary of Greek

  • υπερβατικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με την υπέρβαση, που γίνεται με υπέρβαση («υπερβατικός αριθμός», αριθμός που δεν είναι ρίζα αλγεβρικής εξίσωσης περασμένου βαθμού) ή έχει σχέση με τον υπεραισθητό κόσμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Dark-Wave — Entstehungsphase: späte 70er / 80er Jahre Entstehungsort: Westeuropa / Nordamerika Herkunftsgenre: New Wave · Post Punk …   Deutsch Wikipedia

  • Dark Wave — Entstehungsphase: späte 70er / 80er Jahre Entstehungsort: Westeuropa / Nordamerika Herkunftsgenre: New Wave · Post Punk …   Deutsch Wikipedia

  • Darkwave — Dark Wave Entstehungsphase: späte 70er / 80er Jahre Entstehungsort: Westeuropa / Nordamerika Herkunftsgenre: New Wave · Post Punk …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”